ξ(ι)φάρι (το)
μεγάλο κομμάτι ψωμιού από το καρβέλι.
φράσεις: “Πέρασε η θειά Μπαφούνω – θεός σ΄χωρέσ΄τα πεθαμένα σας- και της έκοψα ένα ξιφάρι ζεστό, της κακομοίρας”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξ(ι)φάρ(ι) /τὸ/ καὶ ξίφαρος /ὁ/ (ξῖφος-αἱρῶ) = εὐμέγεθες τεμάχιον ἄρτου ἀφειδῶς ἀποκοπὲν ἀπὸ τὸ καρβέλι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μεγάλος αγκαθός καρβελιού.
Ξιφάρι ποιητικά είναι το ξίφος (Κριαράς). Αλλά τι δουλειά έχει το ξίφος με τον αγκαθό; Κατά τον Δημητράκο ΄χει. Στο γνωστό λεξικό του λέγει: “η από τον κορμό δέντρου κοπτόμενη πρώτη σανίς, ης η μία πλευρά είναι κυρτή”. Έτσι μοιάζει συνήθως η κυρτή πλευρά του καρβελιού, που ζεστή-ζεστή κόβεται με το χέρι.
Το ρήμα “αιρώ” στην ετυμολογία του Λάζαρη (κοντά στο ξίφος) δεν έχει σχέση. Πρόκειται απλά για τη συνηθισμένη μεσαιωνική κατάληξη -άριον, -άρι (όπως θα λέγαμε, πτυάριον, φτυάριον, φτυάρι…).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης