Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λατινιέρης (ο)

ο τεχνίτης που με υλικό την λάτα φκιάνει διάφορα αντικείμενα: φανάρια, λυχνάρια, ροϊά (για λάδι), κάναλες σπιτιών κα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λατ(ι)νιέρ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. latta-toniere) = λευκοσιδηρουργός, φαναρᾶς, τενεκετζῆς.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.