λατινιέρης (ο)
ο τεχνίτης που με υλικό την λάτα φκιάνει διάφορα αντικείμενα: φανάρια, λυχνάρια, ροϊά (για λάδι), κάναλες σπιτιών κα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λατ(ι)νιέρ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. latta-toniere) = λευκοσιδηρουργός, φαναρᾶς, τενεκετζῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης