Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λουμάκι (το)

τρυφερό βλαστάρι δέντρων και θάμνων. “Άφησε τις γίδες της και μου έφαγαν όλα τα λ΄μάκια απ΄τις κεντρομάδες” – “Επέταξε λουμάκια η κεντρωμάδα“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λ(ου)μάκι /τὸ/ (Τ. ὀλμάκ, Ἰ. lume) = θαλλός, βλαστὸς κατακόρυφος, νεόβλαστον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λουμάκι = εὔρωστος καί κατακόρυφος βλαστός δέντρου.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.