τσερλῆς -οῦ
Τσερλῆς -οῦ (τιλάω -ῶ) = ὁ πάσχων διάρροιαν, ὁ ἀποπατῶν διαρροϊκῶς, ὁ δειλός. βλ. τσερλιάρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τσερλῆς -οῦ (τιλάω -ῶ) = ὁ πάσχων διάρροιαν, ὁ ἀποπατῶν διαρροϊκῶς, ὁ δειλός. βλ. τσερλιάρης