ντόλτσας -α -ο και ντόλτσος
ο γλυκός, ο εύγευστος. Έχω πορτοκάλια ντότσαααα …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντόλτσος -α -ο (Ἰ. dolce) = γλυκύς, εὐάρεστος, μειλίχιος, ἁπαλός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης