ἀνταμόνω
Ἀνταμόνω § ἑνόνω, πλησιάζω τι εἴς τι, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐπίρρ. ἀντάμα (= ὁμοῦ). Π. ἀντάμωσα ᾿ξείδι καὶ λάδι = ἀνέμιξα. – ἀντάμωσα τὸ τραπέζι ᾿ς τὸν τοῖχο = τὸ ἐπλησίασα. ΚΝ.
Σημ. ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὰς σημασίας ταύτας· ἴσως ἡ λέξις παράγεται ἐκ τοῦ ἐντὸς καὶ ὀμόω. Πρβλ. καὶ τὸ ἐν τοῖς λεξικοῖς ἐνομήρης. (Σύλλ. 1).
βλ. καί ἀνταμόζω