Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀνταμόνω

Ἀνταμόνω § ἑνόνω, πλησιάζω τι εἴς τι, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐπίρρ. ἀντάμα (= ὁμοῦ). Π. ἀντάμωσα ᾿ξείδι καὶ λάδι = ἀνέμιξα. – ἀντάμωσα τὸ τραπέζι ᾿ς τὸν τοῖχο = τὸ ἐπλησίασα. ΚΝ.

Σημ. ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὰς σημασίας ταύτας· ἴσως ἡ λέξις παράγεται ἐκ τοῦ ἐντὸς καὶ ὀμόω. Πρβλ. καὶ τὸ ἐν τοῖς λεξικοῖς ἐνομήρης. (Σύλλ. 1).

βλ. καί ἀνταμόζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.