Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκρὸς

Σκρὸς /ὁ/ (ἐσ-κρίνω, Ἰ. scorrere) = ζῳϊκὸν δηλητήριον, ἰός, κεντρί.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σκρός = κεντρί σφήκας, σκορπιοῦ κλπ.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

βλ και οσκρός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.