σκρὸς
Σκρὸς /ὁ/ (ἐσ-κρίνω, Ἰ. scorrere) = ζῳϊκὸν δηλητήριον, ἰός, κεντρί.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σκρός = κεντρί σφήκας, σκορπιοῦ κλπ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
βλ και οσκρός
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!