τσῶφλι -ο καί τσόφλι -0
Τσῶφλι -ο καί τσόφλι -ο (ἐξώφλοιον) = κέλυφος, περίβλημα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσώφλοιο § ἡ ἔξω φλοῦδα, κυρ. τῶν ὠῶν, καρύων καὶ τῶν ἄλλων ξυλοδέρμων καρπῶν.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἐξώφλοιον (Σύλλ. 44).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου