Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ματίζω

μεγαλώνω το μήκος ενός πράγματος προσθέτοντας όμοια ή άλλα κομμάτια. “Μάτιασα το ύφασμα” = “θέλει μάτιαση το σκοινί”, ουσ. μάτιση, κάνω  μάτιση κομπιάζω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ματίζω = ἁμματίζω, συνδέω μονίμως, συνάπτω, συναρμόζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ματίζω:  ἐπαυξάνω τό μῆκος δοκοῦ μέ τήν προσθήκη προεκτάματος, συναρμόζω, (ΑΡΧ. ἁμματίζω).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.