μουκαβελές (ο)
ιδιωτικό συμφωνητικό, συμβόλαιο. Η χρήση της λέξης είναι σήμερα σπανιότατη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μουκαβελὲς /ὁ/ (Τ. μουκαβελὲ) = συμβόλαιον, συμφωνητικόν, συμφωνία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης