ρειποθέμελο
εγκαταλειμμένα, ερειπωμένα θεμέλια σπιτιού.
μτφ.: “να μη μείνει ρειποθέμελο” – “με το σεισμό δεν έμ΄νε ρ΄ποθέμελο …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρ(ει)ποθέμελο /τὸ/ (ἐρείπιον-θεμέλιον) = ἠρειπωμένον θεμέλιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ρειπωθέμελο (τό): ἐρειπωμένα θεμέλια σπιτοῦ.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου