(άλογα) αψωμένα
άλογα αφηνιασμένα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
άλογα αφηνιασμένα
κοιτάζω λοξά με νόημα
παραγγέλνω κάτι, δίνω εντολή βλ. και αβιζάρω και αβεζάρω Γλωσσάρια – Θ. Γεωργάκης Ετυμολογική σημείωση: από το ιταλ. avvisare ‘ειδοποιώ’, γι’ αυτό και η ορθή γραφή είναι αβιζάρω (ο τύπος αβεζάρω με χαμήλωμα /i/ > /e/, πβ. πληρώνω > πλερώνω), ενώ η γραφή με υ στο συγκεκριμένο λεξικό οφείλεται προφανώς . . . Περισσότερα
μέρος του παλιού λιτροβιού Γλωσσάρια Θοδωρή Γεωργάκη Ετυμολογική σημείωση: θηλυκό του επιθέτου αλεστικός/ή/ό (< αλέθω), το οποίο ουσιαστικοποιήθηκε (Π.Γ. Κριμπάς)
μαζεύω απομεινάρια ελιών (< σπειροδιαλέγω)
πολύ βαρύς
οι τέσσερις τοίχοι του σπιτιού
ποικιλία αχλαδιών, στρογγυλού σχήματος
έχω οικονομική άνεση
υποχώρηση του εδάφους, λόγω υπογείων υδάτων
η σίκαλη
τα δημητριακά
μαύρη μουτζούρα από οικιακά σκεύη
μεγάλος ευνουχισμένος τράγος
ειδική κόκκινη βαφή, από μύκητα που υπάρχει στο ρουπάκι
στένεμα δρόμου
διακοσμητικές πέτρες πέριξ των πορτοπαραθύρων
ξύλιο επίπεδο κατασκεύασμα, δίκην σημερινού φορείου, που το χρησιμοποιούσαν για μεταφορές.
κασσιτερωμένα σκέυη βλ. και καλαγλίζω
η φωνή χαράς της κότας, μετά τη γέννα βλ. καρκαλογιώμαι
μορφή καλύβας στους αγρούς
σωρός χώματος ανάμεσα στα κλήματα
το κοράκι
χοντρό ρούχο στον αργαλειό
βρωμιά, στίγμα
σεντόνι από λινάρι
υπάρχει βαθοὐλωμα που κρατά το νερό της βροχής
μέσο καθαρισμού των χαλκωμάτων
σκελίδα του σκόρδου βλ. και λουβί
καλάμια που τύλιγαν πάνω το νήμα