γιωμένος -η -0
τα πρασινισμένα χαλκώματα που έχασαν το κασιτέρωμά τους, το καλάι τους.
μεταφορικά: λέμε και “γιωμένος άνθρωπος” = ασυμπαθής, φθονερός, κακόβουλος κλπ. Επίσης “γιωμένη πέτσα” = κάκιστος άνθρωπος, “γιωμένη μέρα” = μουντή μισοσυννεφιασμένη,
Το ρήμα είναι γιώνω = σκουριάζω. “Το τεψί μας έγιωσε, θέλει καλάισμα“. Μεταφορικά για τους κακούς ανθρώπους λέμε: “Πρασίνισε απ΄ την κακουργία του” ή “έγιωσε απ΄ το κακό του, άλλαξε μούτρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γιώνω. Εμείς το λέμε γιώζω το ρήμα.
Η εικόνα είναι από τα χάλκινα σκεύη, που πρασινίζουν άμα χαλάσει το κασιτέρωμά τους, το καλάι τους (Κοντομίχης). Τότε γιώζουν.
Μεταφορικά γιωμένος, χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος από το κακό του.
Γλωσσολογικά προέρχεται από το ιός, που θα πει σκουριά, ο αόριστος έγιωσα και η μετοχή παρακείμενου, πολύ γνωστή και εύχρηστη τουλάχιστον σε μας, γιωμένες (Σταματάκου, νέας).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης