κόφφα
Κόφφα /ἡ/ (Ἰ. coffa) = προσωρινὸν ἀποδοχεῖον καὶ μέσον μεταφορᾶς στερεῶν κατὰ τὸ μᾶλλον πραγμάτων ἢ καρπῶν, πεπλεγμένον ἐκ κλαδίσκων λυγαριᾶς ἢ ἰτέας καὶ παρασχίδων καλάμου μετρία εἰς ὕψος (0,30-0,50 μ.).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
κατασκευαζόταν από το στέλεχος του σιταριού, από το τελευταίο κόμπο ως τη βάση του σταχυού. Τα στάχυα τα έκοβαν, τα έκαναν ματσάκια, τα έβαζαν στο νερό και κατόπιν δύο-τρία κλωνιά άρχιζαν να τα τυλίγουν και να φκιάνουν τα κοφίνια. τα χρησιμοποιούσαν για μεταφορά ειδών στους γάμους.