ασκαμνιά
μουριά, σκαμνιά
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μουριά, σκαμνιά
ποικιλία άσπρου σταφυλιού για κρασί
σειρά από φυτεμένα φυτά ίδιας ποικιλίας Γλωσσάριο Κ. Πατρίκιου Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι) – λεγόταν όταν η νύφη έφευγε από το πατρικό της. Στεκόταν στην πόρτα περίπου μισή ώρα και της τραγουδούσαν. ” … Βραγιές, βραγιές βασιλικός να πέφτεις να κοιμάσαι, να κόβεις να μυρίζεσαι και μένα να θυμάσαι” . . . Περισσότερα
μικρές γαλοπούλες
γκάρισμα
ευχάριστο, διακεδαστικό
με δύο καρπούς (δίκορκα τσάγαλα)
ο όχθος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δομὸς /ὁ/ (δόμος) = σειρὰ οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομὴ τοῦ ἐδάφους, ὄχθος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης σειρά οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομή ἐδάφους, ὄχθος, (ΑΡΧ = δόμος). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου πρανές, το κάθετα από χώμα χώρισμα . . . Περισσότερα
πλεχτό γιλέκο
με γυμνό λαιμό (ζορκοκέφαλος κοκοτός)
τρελάθηκε
μεγάλος σωρός από στάχυα αποτελούμενος από πολλές κουντούρες. βλ. αθημωνιά
συνηθισμενη κατάρα που λέγεται και μεταξύ σοβαρού και αστείου. “Που να έχει κακό τέλος”
σερβίρισμα
άσπρα ξερά φασόλια
δεμάτι από στάχυα
πρόχειρο κρεβάτι από ξύλα και κλαδιά πάνω σε δέντρο
πολύ σκληρή πέτρα και λεία για τρόχισμα εργαλείων που την άλειφαν με λάδι
πρόχειρη σκούπα από σκληρά χόρτα
σφεντόνα
μαύρο νερό από το στύψιμο της ελιάς
κλαριά
χτύπημα με λουρί (ζώνη)
ζώνη Γλωσσάριο Κ. Πατρίκιου «Ἐξάνοιξε στὴν αγκωνή, μελαχροινὴ λουρίδα, ποῦ πρόβαινε σὰ σερπετό» (σελ. 161, Ἀθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ). Λωρίον. Σημαίνει ἐνταῦθα γραμμὴν μέλαιναν, δίκην ἕρποντος ὄφεως καμπτομένην. Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο
κατακρεουργημένο
μανιτάρια βλ. μαντρεγούρα (η) και μαντριγούρα
πιπίλισε
εξάρτημα του σαμαριού προσαρμοσμένα στο σώμα του ζώου για στερέωμα
τσαπί με μυτερό για σκάψιμο άκρο, ατσάλινο, για χώματα χαλικιερά και αχαμνά χωράφια, ιδώς πλαγερά.
να πέσει να χτυπήσει την σπονδυλική του στήλη βλ. ξεσφοντιλιάζω -ομαι