κατάμπαλα (επίρρ.)
στο μέτωπο, κατ΄ ευθείαν στην μπάλα.
φράση: “με χτύπησε κατάμπαλα” – “Μου την έδωσε – με χτύπησε- κατάμπαλα” στο μέτωπο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατάμπαλα (κατὰ- Ἀλ. bάλ-ι) = εἰς τὸ μέτωπον, κατὰ μέτωπον, φάτσα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κατακούτελα, στο κούτελο, το μέτωπο. Βέβαια, η “μπάλα” δεν είναι το μέτωπο, αλλά το αντικείμενο που εκτοξεύεται σ΄ αυτό “δίκην βολίδος”. Λέμε “την έφαγε κατακούτελα, κατ΄ ευθείαν στο μέτωπο”. Με το αλβανικό Bal ο Λάζαρης συσχετίζει (μέτωπον). Και ο Κοντομίχης ταυτίζει το μέτωπο με την μπάλα “κατ΄ ευθείαν στην μπάλα”, λέγει. Είναι όμως η μπάλα το μέτωπο; Δεν το βρίσκω ταυτιζόμενο στα λεξικά. (Ιταλικό Palla), Το μέτωπο πάντως είναι κυκλικό, το κεφάλι και δη το κρανίο είναι … μπάλα!!
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Κατάμπαλα = κατακούτελα, ἔφαγε τήν πετριά κατακούτελα (τήν ἔφαγε στό κούτελο).