καρίνα (η)
τα μεγάλα και χονδρά μαδέρια της στέγης και του πατώματος, οριζόντια ή κάθετα στα ξυλόδετα αντισεισμικά σπίτια της Λευκάδας, που κρατούν με σιγουριά το οίκημα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
καρίνα, ες (ἡ) : τά μεγάλα καί χονδρά ματέρια τῆς στέγης καί τοῦ πατώματος πάνω στά ὁποῖα στηρίζεται ἡ στέγη ἤ ἡ ξύλινη ἀνωδομή. Κατ’ ἀναλογία τῆς τρόπιδος τῶν πλοίων. (ΛΑΤ. carina).
Ἡ ὀνομασία τῆς τρόπιδας ὡς καρίνας εἶναι ἀρχαιωτάτη. Εἶναι χαρακτηριστικό τό παρα- κάτω λῆμα: «….καί τοῦ τό μέντοι ποιήσας, δυνηθείς τ’ ἄν ἀμφοτέρους ἐν τῷ σκάφει σύν ὀλίγοις παρόντας, ὥσπερ που καί ὁ Μηνᾶς αὐτῷ συνεβούλευε, φονεῦσαι, οὐκ ἠθέλησεν, ἀλλά καίπερ πρός τόν Ἀντώνιον, ἐπειδή τήν οικίαν αὐτοῦ τήν πατρῴαν τήν ἐν ταῖς Καρίναις κατεῖχε (τόπος γάρ τίς “τῆς”τῶν Ρωμαίων πόλεως οὕτω καλούμενος ἐστιν), ἀποσκώψας τρόπον τινά ἥδιστον (ταῖς γάρ τροπίσι ταῖς νεῶν τῆς αὐτῆς ὀνομασίας οὔσης….)», Δίων Κάσσιος, Historiae Romanae, 202 μ.Χ. αἰών.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Καρίνα = μεγάλος καί σκληρός κάθετος δοκός πού συγκρατεῖ τό πάτωμα, ἤ καί τή στέγη καί εἶναι τό βασικό στήριγμα τοῦ σπιτιοῦ.
Καρίνα. Ἡ μεγάλη δοκὸς ἡ βαστάζουσα τὴν στέγην (κάρινον) λέγεται δὲ καὶ κεφαλομάτερο.