κανάτι (το)
το δοχείο της νυκτός, κοινώς κατουροκάνατο ή καθήκι και καθοίκι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κανάτι /τὸ/ (κάμνω; Ἀλ. κανάτε-α, Τ. κανὰτ) = οὐροδοχεῖον νυκτός, σκωραμίς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ΡΑΝΙΑ ΠΑΡ -
Υπάρχει και το «καλο κανάτι είσαι του λόγου σ’»