θρουμπορίγανη (η)
το ποώδες και φρυγανώδες αρωματικό φυτό ύσσωπος ή σώπος.
Ένα νεραϊδοτράγουδο λέει: “Θρούμπο, θρουμπορίγανη / κι άλλο ένα βότανο / να το ΄ξερε η μανούλα σου, / άλλο παιδί δεν έχανε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θρουμπορίγανη /ἡ/ (θύμβα, ὀρίγανον) = τὸ φρυγανῶδες ἀρωματικὸν φυτὸν ὕσσωπος ὁ ὀρεινός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης