θυμός (ο)
δύναμη ανάπτυξης ενός φυτού, χειροτέρευση μιας φλεγμονής.
“Το κλήμα μας έχει μεγάλο θυμό εφέτος, λόγω των βροχών.” – “Το πόδι μου βλέπω πάλι έχει θυμό.”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Θ(υ)μὸς /ὁ/ = θυμός, ὀργή, ἔξαψις, δυναμικότης ἀναπτύξεως φυτοῦ ἢ φλεγμονῆς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Θυμός = ἔξαψη φλεγμονῆς, πρησμένο μέρος τοῦ σώματος προτοῦ ξεσπάσει.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής