θρύψαλο (το)
απαντά πάντα σχεδόν στον πληθυντικό. Τα θρύψαλα = διάλυση σε μικρά κομματάκια κάποιου πράγματος.
φράσεις: “Έκαμες τα κουλουράκια θρύψαλα, βλέπω”, λέγεται σε μικρό παιδί όταν τρίβει ένα κουλούρι ή κάτι παρόμοιο. “Το τζάμι έσπασε και έγινε θρύψαλα” – “Γκρεμίστηκες και έκαμες το πόδι σου θρύψαλα”.