Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

θρύψαλο (το)

απαντά πάντα σχεδόν στον πληθυντικό. Τα θρύψαλα = διάλυση σε μικρά κομματάκια κάποιου πράγματος.

φράσεις: “Έκαμες τα κουλουράκια θρύψαλα, βλέπω”, λέγεται σε μικρό παιδί όταν τρίβει ένα κουλούρι ή κάτι παρόμοιο. “Το τζάμι έσπασε και έγινε θρύψαλα” – “Γκρεμίστηκες και έκαμες το πόδι σου θρύψαλα”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.