παδέλα (η)
μαγειρικό σκεύος (χύτρα) πήλινο, χάλκινο ή μαντεμίσιο, λέγεται και π(ι)νιάτα και κατσαρόλα.
Κανονικά, παραδοσιακά, παδέλα έλεγαν μόνο την πήλινη. Οι παδέλες είχαν και χερούλια, “ατροφικά”, σαν μικρά αυτιά, οι πήλινες, και κανονικά χερούλια οι άλλες. Πάντως όλες είχαν το καπάκι τους, εκτός από τις πήλινες.
Οι πινιάτες είναι γνωστές από πολύ παλιά. Σε κτγρφ του 1728 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “πινιάτα με καπάκι” – 1725: “πινιατούλες πήλινες δύο” – 1786, Νο 24: “και μια παδέλα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παδέλα /ἡ/ (Ἰ. padella) = πηλίνη χύτρα, πινιάτα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βλ. πινιάτα. Παδέλα σημαίνει τηγάνι. Εμείς εννοούμε το ίδιο πράγμα την πήλινη παλαιά χύτρα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Παδέλα = τό πήλινο τσουκάλι.
Παδέλλα (πάδιλλα) πήλινον μαγειρικὸν σκεῦος.