πάγρα (η)
δροσόπαγο, η πάχνη, παγωνιά.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, 735: “… Να ο αμπελώνας γύρα μου / που οι ρώγες του ελαγάριζαν στην πάγρα βυθισμένες …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πάγρα /ἡ/ (πάγος) = παγωμένη δρόσος, παγωνιά, κρῦο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης