Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πάγρα (η)

δροσόπαγο, η πάχνη, παγωνιά.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, 735: “… Να ο αμπελώνας γύρα  μου / που οι ρώγες του ελαγάριζαν στην πάγρα βυθισμένες …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πάγρα /ἡ/ (πάγος) = παγωμένη δρόσος, παγωνιά, κρῦο.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.