π΄στρώνω
επιστρώνω – πιστρώνω. Τακτοποιώ τα σκεπάσματα ανθρώπου που κοιμάται, για να μη γλιστρήσουν και του φύγουν.
φράσεις: “Έλα να με π΄στρώσεις, γιατί μου φύβγανε τα σκεπάσματα” – “Μια στιγμή να π΄στρώσω το κρεβάτι του παιδιού κι έφτασα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Π(ι)στρώνω (έπὶ-στρωννύω) = διευθετῶ τὰ σκεπάσματα κατακεκλιμένου ἀτόμου ὥστε νὰ μὴ διολισθαίνωσιν ἢ ἀφίνωσι κενά.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Επι-στρώνω. Οι μανάδες προσέχουν τα απιδιά τους να μη ξεσκεπάζονται στον ύπνο και κατά διαστήματα τα πιστρώνουν
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης