Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξύστρα

μεταλλικό σύνεργο, πλατύ μπροστά με ξύλινη λαβή, με το οποίο έξυναν το ζυμάρι που κολλούσε στο σκαφίδι, στο πλαστήρι και στον πλάστη, ύστερα από κάθε ζυμωσιά.
Σε κατγρ. του 1751, Νο 175, διαβάζομε: “ξύστρα, οπού ξούνε το σκαφίδι”. Σε άλλη του 1724: “μία ξύστρα δια ζυμάρι”.

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.