ξύστρα
μεταλλικό σύνεργο, πλατύ μπροστά με ξύλινη λαβή, με το οποίο έξυναν το ζυμάρι που κολλούσε στο σκαφίδι, στο πλαστήρι και στον πλάστη, ύστερα από κάθε ζυμωσιά.
Σε κατγρ. του 1751, Νο 175, διαβάζομε: “ξύστρα, οπού ξούνε το σκαφίδι”. Σε άλλη του 1724: “μία ξύστρα δια ζυμάρι”.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη