ληόζ(ου)μο(ς)
Ληόζ(ου)μο(ς) /τὀ, ὁ/ (ἔλαιον-ζωμὸς) = τὸ ἐκ τῶν ἐλαιοτριβείων ἀπορρέον ἀκάθαρτον ὕδωρ τοῦ ἐλαιοπιεστηρίου.
ληόζμος / ληόζουμος
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ληόζ(ου)μο(ς) /τὀ, ὁ/ (ἔλαιον-ζωμὸς) = τὸ ἐκ τῶν ἐλαιοτριβείων ἀπορρέον ἀκάθαρτον ὕδωρ τοῦ ἐλαιοπιεστηρίου.
ληόζμος / ληόζουμος