ίντιμο (το)
ο εσωτερικός, ο απόκρυφος, τα εσώρουχα, τα απόκρυφα του ανθρώπου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἴντιμο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. intimo) = ἔνδον, σπλάγχνον, καρδιά, ἔριον ἐκλεκτὸν (ὄχι ἄκρες).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης