Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ίσκιος (ο)

  1. φάντασμα
  2. ασθένεια των γιδιών. Βαλαωρίτης, Φωτεινός Β΄:”Στο πρόσταγμα του τα κουφά εφεύγανε οι ακρίδες / από τα πρόβατα ο χαμός, από τα γίδια ο ίσκιος”.
  3. προστασία, επιτήρηση. Λέμε: “ο ίσκιος του νοικοκύρη-πατέρα ή αδερφού” = η προστασία που παρέχει ο πατέρας ή ο αδερφός στα “αδύνατα” μέρη της οικογένειας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἴσκιος /ὁ/ (σκιὰ) = ἐπιζῳοτικὴ νόσος τῶν αἰγῶν τὴν ὁποίαν ἡ λαϊκὴ δεισιδαιμονία ἀποδίδει εἰς ὑπερφυσικὰ πνεύματα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἴσκιος § φάσμα. Π. εἶδεν ἴσκιο τὸ παιδί. Ἐκ τούτου ἰσκιάζομαι = ὁρῶ φάσματα καὶ σκιάζομαι = φοβοῦμαι.

Σημ. ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν ταύτην. Ἐκ τοῦ Σκιά (Σύλλ. 8).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.