ίσκιος (ο)
- φάντασμα
- ασθένεια των γιδιών. Βαλαωρίτης, Φωτεινός Β΄:”Στο πρόσταγμα του τα κουφά εφεύγανε οι ακρίδες / από τα πρόβατα ο χαμός, από τα γίδια ο ίσκιος”.
- προστασία, επιτήρηση. Λέμε: “ο ίσκιος του νοικοκύρη-πατέρα ή αδερφού” = η προστασία που παρέχει ο πατέρας ή ο αδερφός στα “αδύνατα” μέρη της οικογένειας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἴσκιος /ὁ/ (σκιὰ) = ἐπιζῳοτικὴ νόσος τῶν αἰγῶν τὴν ὁποίαν ἡ λαϊκὴ δεισιδαιμονία ἀποδίδει εἰς ὑπερφυσικὰ πνεύματα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἴσκιος § φάσμα. Π. εἶδεν ἴσκιο τὸ παιδί. Ἐκ τούτου ἰσκιάζομαι = ὁρῶ φάσματα καὶ σκιάζομαι = φοβοῦμαι.
Σημ. ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν ταύτην. Ἐκ τοῦ Σκιά (Σύλλ. 8).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου