Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γρανέτα (η)

μικρή χάνδρα, τρύπια στη μέση.
Πολλές χάνδρες μαζί τις περνούσαν σε κλωστή και έκαναν ένα είδος κομπολογιού. Οι γρανέτες ήταν διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων. Μ΄ αυτές, αφού τις περνούσαν σε κλωστή, διακοσμούσαν τα φορέματα των μικρών παιδιών. Ακόμη τις έκαναν βραχιόλια και τις έβαναν στα χέρια τους, οι μικρές κοπέλες.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γρανέτα /ἡ/ (Ἰ. grano-etto) = μικρὰ διάτρητος χάνδρα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.