γρανέτα (η)
μικρή χάνδρα, τρύπια στη μέση.
Πολλές χάνδρες μαζί τις περνούσαν σε κλωστή και έκαναν ένα είδος κομπολογιού. Οι γρανέτες ήταν διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων. Μ΄ αυτές, αφού τις περνούσαν σε κλωστή, διακοσμούσαν τα φορέματα των μικρών παιδιών. Ακόμη τις έκαναν βραχιόλια και τις έβαναν στα χέρια τους, οι μικρές κοπέλες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γρανέτα /ἡ/ (Ἰ. grano-etto) = μικρὰ διάτρητος χάνδρα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης