μπλάβα (η)
μελάνιασμα του σώματος από χτύπημα. “Έφαγε γροθιά που του μελάνιασε το μάτι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπλάβα /ἡ/ (Σ. πλὰβ) = κυάνωσις (μελάνωσις) τοῦ δέρματος ἐκ πλήγματος, μώλωψ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης