λάμα (ἡ)
λάμα (ἡ): λεπίδα. Στήν τοπική ἀρχιτεκτονική λεπίδες μέ ἀγκίστρια, μήκους περίπου 1 μ. καί πλάτους 12 μέ 15 ἑκ. πού ἐτοποθετοῦντο κατακορύφως κυρίως μεταξύ τῶν ἀνοιγμάτων, πορτῶν καί παραθύρων,[1] (BEN. lama, lamiera).
[1] Μαλακάσης Δῆμος: Τά παλιά σπίτια τῆς Λευκάδας, σ. 30.