Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λάμα (ἡ)

λάμα (ἡ): λεπίδα. Στήν τοπική ἀρχιτεκτονική λεπίδες μέ ἀγκίσ­τρια, μή­­κους περίπου 1 μ. καί πλάτους 12 μέ 15 ἑκ. πού ἐτοπο­θετοῦντο κατακορύφως κυρίως μεταξύ τῶν ἀ­νοι­γμάτων, πορτῶν καί παραθύρων,[1] (BEN. lama, lamiera).

[1]   Μαλακάσης Δῆμος: Τά παλιά σπίτια τῆς Λευκάδας, σ. 30.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.