έκοψε (του κόβω)
Ο αόριστος χρησιμοποιείται με τις εξής σημασίες:
- “Έκοψε το αυγό” της σούπας, ‘έκοψε το κρασί” = ξίνισε, “έκοψε το γάλα” = χάλασε, ξίνισε.
- “Έκοψε το μουλάρι” = έκοψε το σκοινί του κι έφυγε. Έκοψε δρόμο κ.α.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἔκοψε (κόπτω, «κόβω»). λέγεται πρὸς δήλωσιν χημικῆς ἀποσυνθέσεως ὑγρῶν κατὰ τὴν ζύμωσιν: «ἔκοψε τὸ κρασί», «ἔκοψε τὸ γάλα», ὡς καὶ πρὸς δήλωσιν βιαίας ἀπαλλαγῆς ζῴου ἀπὸ τῶν δεσμῶν· «ἔκοψε τὸ γαϊδοῦρι, ἔκοψε ἡ γίδα».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἔκοψε = χάλασε, γιά τό γάλα καί τό κρασί, ἀλλά καί γιά τό φαγητό, ὅταν εἶναι ἀλλοιωμένο, ἔκοψε τό γάλα (χάλασε τό γάλα).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής