βρωμεύω 17 Οκτ, 2017 Β 0 Σχόλια 0 Βρωμεύω § ῥυπόω, λερόνω. Σημ. Ἐκ τοῦ βρωμεύω (Σύλλ. 19). βλ. ζέχνω καί βρωμάω