καπέτι 20 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Καπέτι /τὸ/ (Σ. καπάτι) = τὸ στάζον ἀπὸ τὴν τσανδήλαν τοῦ νεοπήκτου τυροῦ θολὸν ὑγρόν.