σκαμπάζω
Δεν είναι δικό μας, αλλά το χρησιμοποιούμε πολύ. “δε σκαμπάζω -λέμ- γρυ” Είναι το μεσαιωνικό σκαμβάζω = βλέπω, “αβεβαίου ετύμου”, ίσως από το σκάζω (κουτσαίνω) ή (πιθανότερο) το κάμπτω. (Για το γρυ, είναι ηχομιμητική λέξη από τη φωνή των γουρουνιών και πηγαίνει με το σκαμπάζω).