αραλίκι (το)
χωρίς να βιάζομαι και αγωνιώ.
φράση: “Πάω με τ΄αραλίκι μου” – “Δουλεύει με τ΄αραλίκι του” ή “πάει με το πάσο του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀραλίκ(ι): /τὸ/ (Τ. ἀραλὴκ) = ραστώνη, ἄνεσις, ἡσυχία, βραδύτης.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης