ντάνος (ο)
- η ζημιά
- η ορμή, η δύναμη: “Του έδωσα ένα χτύπημα με ντάνο …” = “Επήρα ντάνο …”, δηλ. επήρε φόρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντᾶνος /ὁ/ (τόνος) = ἐντονότης, ἔντασις, σφοδρότης, φορά, δύναμις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Παντελής Βλαχάκης -
Η λέξη είναι Τάνος όμως λέμε Ντάνος
Τάνος = Ταύρος γιαυτό σιμένη δύναμη,
Ίτανος ωστόσο, = αρχαία πόλη στο ανατολικότερο άκρο της Κρήτης η πόλη είχαι σχέση με βοοειδή….
Ένας από τήν πόλη Ίτανο “ο Ίτανος” (πως λέμε ο Θηβαίος) Ο Ίτανος από την Ίτανο = ήταν ο θεμελιωτής τής ‘Ιτανίας και επιδή το Ν με το Λ (γενικά τα άφωνα εναλάσοντε), το όνομα έγινε ΙΤΑΛΙΑ…..
Παντελής Βλαχάκης -
Τάνος ο Ταύρος, και Τόνος ψάρι και τα δύο ΕΥΡΩΣΤΑ ρωμαλέα…..