ανακούρδουκα και ανακούρδικα (επίρρ.)
ανάσκελα: “Γλίστρησε κι έπεσε ανακούρδουκα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνακούρδ(ι)κα και Ἀνακούρδ(ι)κλα: /ἐπίρ./ (ἀνὰ – κόρρη) = ὑπτίως, ἀνάσκελα. (ἐπὶ ἀκουσίων πτώσεων) «ἔπεσε τ’ ἀνακούρδικα».