μπαταλιώνω 25 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπαταλιώνω (Ἀ. Τ. bαττὰλ) = καταβάλλω, νικῶ, ἀχρηστεύω. βλ. παταλιώνω