αραθ(υ)μάω
επιθυμώ διακαώς κάτι (κυρίως φαγητό).
Οι έγκυες λένε, όταν αραθυμήσουν κάτι που τους μυρίζει καλά, πρέπει να το φάνε, αλλιώτικα μπορεί και να αποβάλλουν: “Το ρεμπεύτηκε (ή τ΄ αραθύν΄σε) η νύφη μας … (ξεραθ΄μάω).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀραθ(υ)μάω: (ἐρι-θυμὸς) = ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, ποθῶ διακαῶς, νοσταλγῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης