λιγώνω -ομαι
- πρόκληση λιποθυμίας από αηδία, προκαλώ λιγούρα. Μας λιγώνουν τα πολλά γλυκά, τα λίπη και οι βαριές ευωδιές.
- αμετάβατο: ξελιγώθηκα από την πείνα – λιγώθηκε στα γέλια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ι)γώνω -ομαι (ὀλίγος;, ὁλιγώνω -ομαι) = προκαλῶ λιποθυμίαν ἐκ κορεσμοῦ ἢ ἀηδίας. «πᾶψε καὶ μᾶς ἐλίγωσες», λιποθυμῶ, ζαλίζομαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Λέμε λιγώθηκα, λιποθύμησα ή από την πείνα (και ξελιγώθηκα). Ρήμα αμετάβατο – κατά την γραμματική – λιγοθυμώ, λιποθυμώ – λιγοθυμιά – λιποθυμιά. Επίδραση του επιθέτου (ο)λίγος. Με την έννοια της λιποθυμίας Ο θυμός (ψυχική κατάσταση) και το λίγος μας δίνουν το λιγοθυμώ (παρετυμολογία). Σε δημοτικό: “και με την πρώτη τη χαψιά / έπεσε και λιγώθη”.
Σημείωση: από τον αόριστο έλιπον (του λείπω), το -λιπο (του λιποθυμώ).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης