μαξούλ΄(το)
το μαξούλι, νιο τυρί μόλις βγαλμένο απ΄ την τσαντίλα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαξοῦλι /τὸ/ (μάσσω, Ἰ. masselo) = μικροποσότης νεοπήκτου τυροῦ εἰς τὴν τσανδίλαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μαξοῦλι, § τὸ κατ᾿ ἔτος παρὰ τῶν ποιμένων διδόμενον εἰς τοὺς κυρίους προϊὸν ἐκ τοῦ ποιμνίου.
Σημ. Ἐκ τοῦ μαζός, ἢ μάσσω, μάξω = μαζεύω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου