Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαξούλ΄(το)

το μαξούλι, νιο τυρί μόλις βγαλμένο απ΄ την τσαντίλα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαξοῦλι /τὸ/ (μάσσω, Ἰ. masselo) = μικροποσότης νεοπήκτου τυροῦ εἰς τὴν τσανδίλαν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μαξοῦλι, § τὸ κατ᾿ ἔτος παρὰ τῶν ποιμένων διδόμενον εἰς τοὺς κυρίους προϊὸν ἐκ τοῦ ποιμνίου.

Σημ. Ἐκ τοῦ μαζός, ἢ μάσσω, μάξω = μαζεύω.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.