πανίζω
σαρώνω τις πλάκες του φούρνου με την πάνα, αφαιρώντας εντελώς τη στάχτη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πανίζω (βλ. λ. «πάνα») = σαρώνω τὴν στάκτην τοῦ φούρνου μὲ τὴν πάναν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πανίζω = σκουπίζω τό φοῦρνο μετά τό κάψιμο γιά τό ρίξιμο τοῦ ψωμιοῦ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής