ξεπροβιάζω
ξετομαριάζω, γδέρνω.
μτφ. απειλή: “Κάτσε καλά, γιατί θα σε ξεπροβιάσω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεπροβιάζω = ξεδερματίζω (κακοποιῶ κάποιον βάναυσα).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ξετομαριάζω, γδέρνω.
μτφ. απειλή: “Κάτσε καλά, γιατί θα σε ξεπροβιάσω”.
Ξεπροβιάζω = ξεδερματίζω (κακοποιῶ κάποιον βάναυσα).