λόμπα, λόμπος και λούμπα
λάκκος, κοίλωμα εδάφους, συνήθως γεμάτο νερό.
μεταφορικά: “Έπεσε στη λούμπα”, δηλ. απέτυχε, έχασε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λόμπα καὶ λοῦμπα /ἡ/ (λομβός; Ἰ. libare;) = ὄρυγμα, κοίλωμα, ἐσωχή, λακκοῦβα, ἐμπίεσμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λόμπα ἤ λόμπος = βαθούλωμα στό ἔδαφος πού κρατάει νερό (λοῦμπα).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής