Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λίμπα (η)

  1. κοίλωμα εδάφους που κρατάει νερά για πολλούς μήνες. Οι λίμπες είναι χρησιμότατες στους γεωργούς και στους βοσκούς του νησιού, για να ποτίσουν τα ζώα τους και να παίρνουν νερό για κατασκευή γεωργικών φαρμάκων ραντίσματος.
  2. σκεύος αβαθές πήλινο που βάζουν μέσα φαγητό. Υπάρχουν λίμπες βαθιές με αρβάλια και μερικές με κουπώματα. Σε καταγραφή περιουσίας του 1719 διαβάζομε: “λίμπα πήλινη με το κούπωμα της”. Σε άλλη του 1751: “Κεφαλονίτικες λίμπες με αυτιά πήλινες” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας). Φράση: “Τα ΄καμες λίμπα”, δηλ. τα ΄φερες όλα άνω-κάτω.
  3. τοπωνύμιο: Λίμπα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λίμπα /ἡ/ (Ἰ. libare) = κοίλωμα πρόσφορον πρὸς συγκράτησιν ὑγροῦ.

Λίμπα /ἡ/ (Λ. libo, Ἰ. limbo) = ἀνατροπή, ὄλεθρος, καταστροφή.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.