λίμπα (η)
- κοίλωμα εδάφους που κρατάει νερά για πολλούς μήνες. Οι λίμπες είναι χρησιμότατες στους γεωργούς και στους βοσκούς του νησιού, για να ποτίσουν τα ζώα τους και να παίρνουν νερό για κατασκευή γεωργικών φαρμάκων ραντίσματος.
- σκεύος αβαθές πήλινο που βάζουν μέσα φαγητό. Υπάρχουν λίμπες βαθιές με αρβάλια και μερικές με κουπώματα. Σε καταγραφή περιουσίας του 1719 διαβάζομε: “λίμπα πήλινη με το κούπωμα της”. Σε άλλη του 1751: “Κεφαλονίτικες λίμπες με αυτιά πήλινες” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας). Φράση: “Τα ΄καμες λίμπα”, δηλ. τα ΄φερες όλα άνω-κάτω.
- τοπωνύμιο: Λίμπα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λίμπα /ἡ/ (Ἰ. libare) = κοίλωμα πρόσφορον πρὸς συγκράτησιν ὑγροῦ.
Λίμπα /ἡ/ (Λ. libo, Ἰ. limbo) = ἀνατροπή, ὄλεθρος, καταστροφή.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης