δροπίκι (το)
- δρωπίκι, υδροπικιάση, διαβάτης. Κατάρα: “Να ΄σ΄ γέν΄δρωπίκι μέσα σου …”.
- δυσώδες υγρό που βγαίνει από πληγή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δροπίκι /τὸ/ (ὕδρωψ, ὑδροπικία) = ὕδρωψ, ὑδροπικίασις, διαβήτης, δρόπικας.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γνωστή υβριστική λέξη από σχετική κατάρα. “να σου γίνει δρωπίκι”.
Είναι το αρχαίο ύδρωψ (μεσαιωνικά δρώπικας), αλλιώς η σοβαρή νόσο υδρωπικία ( ο πάσχωνυδρωπικός).
Κοντά στη λαογραφική πλευρά (ο Κοντομίχης την καλύπτει στο λεξικό του, αλλά και ο Λάζαρης, που προτιμούν όμως τη γραφή δροπίκι (με -ο) ας προστεθεί και η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης, Λουκ. ιδ 2 “και ιδού άνθρωπος τις ην υδρωπικός έμπροσθεν αυτού (του Ιησού), που έπασχε δηλαδή από υδρωπικία και ζητούσε τη θεραπεία του.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Δροπίκι = δύσοσμο ὑγρό πού προέρχεται ἀπό πληγή πού δέν γίνεται θεραπεία παρόμοιο μέ πῦον.