κατσασκότι
Κατσασκότι /τὸ/ (Ἰ. caccia-scotta) = τὸ κατὰ τὴν βάσιν τοῦ ἱστοῦ προσηρμοσμένον μικρὸν δίχαλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου στερεοῦται τὸ ἐλεύθερον ἄκρον τοῦ σχοινίου τῆς κεραίας (μαντάρι) μετὰ τὴν ἔπαρσιν (ἀνύψωσιν) αὐτῆς.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κατσασκότι /τὸ/ (Ἰ. caccia-scotta) = τὸ κατὰ τὴν βάσιν τοῦ ἱστοῦ προσηρμοσμένον μικρὸν δίχαλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου στερεοῦται τὸ ἐλεύθερον ἄκρον τοῦ σχοινίου τῆς κεραίας (μαντάρι) μετὰ τὴν ἔπαρσιν (ἀνύψωσιν) αὐτῆς.