ζαβός -ή – ό
ο στραβός, ο σκολιός, ο δύσκολος, ο μη συνεννοήσιμος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζαβὸς -ὴ -ὸ (σαβός, ζαμενής;) = στρεβλός, σκολιός, δύστροπος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζαβὸς § κυρτός, στρεβλός. Π. ξύλο ζαβό. Μ. Δόλιος, δύςτροπος ἄνθρωπος. ΚΝ. Ἐκ τούτου Ζαβουριὰ καλεῖται ἰδίως ὑπὸ τῶν παίδων δόλιός τις καὶ ἀπατηλὸς τρόπος τοῦ νὰ κερδίσουν εἰς τὰ παιγνίδια.
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὰς σημασίας ταύτας. Ἡ λ. ἴσως παράγεται ἐκ τοῦ λαιὸς (= ἀδέξιος) τροπῇ τοῦ λ εἰς ζ (Σύλλ. 29) Ζαιός, ἀφαιρέσει τοῦ ι (Σύλλ. 8) Ζαός, καὶ ἐπενθέσει τοῦ διγαμματοφθόγγου β (Σύλλ. 2) Ζαβὸς κατὰ τὸ λατινικὸν Laevus (= λαιός).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου