Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κολλητσίδα (η) ή κολ΄τζίδα

  1. το φυτό ξάνθιον, κοινώς κολλητσίδα.
    Με αυτό έβαφαν οι αρχαίοι ξανθά τα μαλλιά τους (Διόσκουρ. 1ος αι.).
    Αλλά κολλητσίδες λέμε και άλλα φυτά. Όπως της κολλητσίδας, έτσι και αυτών τα φύλλα ή οι σπόροι κολλούν στα ρούχα των διαβατών. Π.χ. το φυτό άρκειον το μικρόν, κοινώς κολλητσίδα, επίσης και το φυτό τριβόλι.
  2. μτφ.: “μου ΄γινε κολλητσίδα”, για ανθρώπους φορτικούς και ανάγωγους.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κολλητσίδα /ἡ/ (κολλάω -ῶ) = κοινὴ ὀνομασία τραχυσπέρμων τινῶν τὰ ὁποῖα προσκολλῶνται εἰς τὸν διερχόμενον, οἷα τὰ ἄρκτιον, γάλλιον, ἐλξίνη, ξάνθιον, τρίβολος, καυκαλὶς κ.ἄ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.