κολλητσίδα (η) ή κολ΄τζίδα
- το φυτό ξάνθιον, κοινώς κολλητσίδα.
Με αυτό έβαφαν οι αρχαίοι ξανθά τα μαλλιά τους (Διόσκουρ. 1ος αι.).
Αλλά κολλητσίδες λέμε και άλλα φυτά. Όπως της κολλητσίδας, έτσι και αυτών τα φύλλα ή οι σπόροι κολλούν στα ρούχα των διαβατών. Π.χ. το φυτό άρκειον το μικρόν, κοινώς κολλητσίδα, επίσης και το φυτό τριβόλι. - μτφ.: “μου ΄γινε κολλητσίδα”, για ανθρώπους φορτικούς και ανάγωγους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κολλητσίδα /ἡ/ (κολλάω -ῶ) = κοινὴ ὀνομασία τραχυσπέρμων τινῶν τὰ ὁποῖα προσκολλῶνται εἰς τὸν διερχόμενον, οἷα τὰ ἄρκτιον, γάλλιον, ἐλξίνη, ξάνθιον, τρίβολος, καυκαλὶς κ.ἄ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης